pincers$60951$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

pincers$60951$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Pincers; Pincer (disambiguation)

pincers      
n. τσιμπίδα, λαβίς

Ορισμός

pincer
¦ noun
1. (pincers) a tool made of two pieces of metal bearing blunt concave jaws arranged like the blades of scissors, used for gripping and pulling things.
2. a front claw of a lobster, crab, or similar crustacean.
Origin
ME: from Anglo-Norman Fr., from OFr. pincier 'to pinch'.

Βικιπαίδεια

Pincer

Pincer may refer to:

  • Pincers (tool)
  • Pincer (biology), part of an animal
  • Pincer ligand, a terdentate, often planar molecule that tightly binds a variety of metal ions
  • The Pincer move in the game of Go